- ρυσίβωμος
- -ον, Ααυτός που φυλάγει, που υπερασπίζεται τους βωμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + βωμός (πρβλ. ὁμό-βωμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυσίβωμον — ῥῡσίβωμον , ῥυσίβωμος defending altars masc/fem acc sg ῥῡσίβωμον , ῥυσίβωμος defending altars neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek